(απο gazzetta.gr)Ο Γιόσιπ Μίσιτς είναι έτοιμος να βάλει φαρδιά-πλατιά την υπογραφή του στο νέο τριετές συμβόλαιο με τον ΠΑΟΚ. Το G-Weekend ξεψαχνίζει και παρουσιάζει το παρελθόν του Κροάτη «Mr. Vertical».
Πέρα από κάθε οπαδική μισαλλοδοξία ο Γιόσιπ Μίσιτς είναι με διαφορά ο καλύτερος μέσος του φετινού πρωταθλήματος. Το επιβεβαίωσε το 89% όσων ψήφισαν «ναι» στο σχετικό ερώτημα, εδώ στο gazzetta.gr, για τον «Mr. Vertical» του ΠΑΟΚ. Σε 22 εμφανίσεις την τρέχουσα σεζόν μετράει 5 γκολ και κυρίως δέκα (τρεις σ’ ένα παιχνίδι, μια κι έξω…) ασίστ.
Η Σπόρτινγκ Λισαβόνας τέτοιον καιρό πριν από δύο χρόνια έβγαζε από το ταμείο της 2,3 εκατομμύρια ευρώ για να τον πάρει στο «Ζοζέ Αλβαλάδε». Οι προσδοκίες ήταν μεγάλες τόσο για τα «λιοντάρια», όσο και για τον ίδιο, ωστόσο ο Μίσιτς δεν βρήκε ποτέ χώρο στην ενδεκάδα, ούτε έτυχε της καλύτερης αντιμετώπισης, όπως λέει, από τον Ζόρζε Ζεζούς.
Στη Λισαβόνα χρειάστηκαν να περάσουν σχεδόν δύο μήνες για να κάνει το ντεμπούτο του με τη φανέλα της Σπόρτινγκ. Δεν είχε δικαίωμα συμμετοχής στην Ευρώπη, περίμενε στο πρωτάθλημα να έχει περισσότερο χρόνο, όμως μέχρι το τέλος του πρώτου εξαμήνου μέτρησε όλα κι όλα 178 λεπτά στο χορτάρι στις ελάχιστες ευκαιρίες που πήρε από τον προπονητή του.
Οι φωνές του Ζεζούς πρέπει να συνεχίζουν να ηχούν στα αυτιά του. «Είναι ένας σκληρός άνθρωπος. Στην προπόνηση βάζει τις φωνές σε κάθε λάθος με την μπάλα», είχε παραδεχθεί πριν τρεις μήνες σε μια από τις ελάχιστες συνεντεύξεις του. Ο Κροάτης είναι ένα παιδί χαμηλών τόνων που έχει κερδίσει στους δώδεκα μήνες της παρουσίας του στην Τούμπα την απεριόριστη εκτίμηση και τον σεβασμό ολόκληρου του τιμ. Κάτι που δεν συνέβη στην Σπόρτινγκ.
Το Μάιο του 2018 περίπου 50 οπαδοί διέκοψαν την προπόνηση στο προπονητικό κέντρο της ομάδας και επιτέθηκαν σε παίκτες και προπονητές. Τα… σκάγια πήραν και τον Μίσιτς, που ασφαλώς και δεν ήταν υπεύθυνος για την τραγική πορεία της ομάδας, ωστόσο «πλήρωσε τη νύφη» την ώρα που οι κουκουλοφόροι αναζητούσαν τους Ακούνια και Μπατάλια. Η δίκη για την επίθεση συνεχίζεται αυτό το διάστημα στην Πορτογαλία και στην κατάθεσή του -μέσω Skype- ο πρώην στόπερ των «λιονταριών», Αντρέ Πίντο, υποστήριξε ότι είδε με τα μάτια του «να χτυπούν τον Μίσιτς στο πρόσωπο με μια ζώνη»!
Στη Θεσσαλονίκη, όπου βρέθηκε έξι μήνες αργότερα, η συμπεριφορά του είναι άκρως επαγγελματική, όλοι μιλούν με τα καλύτερα λόγια για τον χαρακτήρα του, πριν από λίγους μήνες, σε μια από τις πολλές συσκέψεις των διοικητικών παραγόντων, η Μαρία Γκοντσαρόβα τον αποθέωσε, εμμέσως πλην σαφώς, επιβεβαίωσε την απόφαση της οικογένειας Σαββίδη να προχωρήσει ο ΠΑΟΚ στην αγορά των δικαιωμάτων του. Μετά το τέλος του αγώνα με την ΑΕΚ το «deal» «κλείδωσε», δεν χρειάστηκαν πάνω από πέντε λεπτά συνομιλίας με τον ισχυρό άνδρα της ομάδας για να επέλθει η συμφωνία, που αναμένεται να επικυρωθεί άμεσα.
Ο «Δικέφαλος», μέσω του αθλητικού διευθυντή της ομάδας, Μάριο Μπράνκο, είχε προετοιμάσει το έδαφος, είχε μιλήσει και με τον μάνατζερ του ποδοσφαιριστή, περιμένοντας τις τελικές διαπραγματεύσεις. Από τις πρώτες συζητήσεις είχε προκύψει μια μικρή απόσταση στο οικονομικό κομμάτι του νέου (τριετούς) συμβολαίου, όχι πάντως τέτοια που θα μπορούσε να διαταράξει τις σχέσεις των δύο πλευρών. Ο ΠΑΟΚ γνώριζε από την πρώτη στιγμή ότι στις διαπραγματεύσεις με την Σπόρτινγκ για την εξαγορά της ρήτρας ύψους 2 εκατ. ευρώ είχε «σύμμαχο» τον άλλοτε «εγκέφαλος» της Ριέκα, αλλά θα έπρεπε να έχει συμφωνήσει με τον ποδοσφαιριστή στις νέες αποδοχές και τους όρους του συμβολαίου που θα αρχίσει να τρέχει από τον Ιούνιο και θα ολοκληρωθεί το καλοκαίρι του 2023. Στην Πορτογαλία βλέποντας τα κατορθώματα του με την «ασπρόμαυρη» φανέλα (5 γκολ και 9 ασίστ μέχρι τώρα) έγραψαν ότι η Σπόρτινγκ θα τον ήθελε πίσω, αλλά κάτι τέτοιο έμοιαζε απίθανο να συμβεί.
Ο Μάριο Μπράνκο ευθύς εξαρχής είχε κάνει μια πετυχημένη συμφωνία και πάλι καλά που ο Πορτογάλος αθλητικός διευθυντής τον έφερε δανεικό για ενάμιση χρόνο, καθώς το πρώτο εξάμηνο έμοιαζε ακόμα μία αποτυχημένη κίνηση και δεν αποκλείεται το καλοκαίρι να είχε επιστρέψει στη Λισαβόνα.
Από τον περασμένο Ιανουάριο που αποκτήθηκε για να γεμίσει τα χαφ μέχρι και το φινάλε του πρώτου εξάμηνου στην Ελλάδα και τον ΠΑΟΚ είχε αγωνιστεί μόλις 134 λεπτά στο πρωτάθλημα και 225 «σκοτωμένα» λεπτά στο κύπελλο, τα περισσότερα σε παιχνίδια μικρής έντασης και χαμηλότερου ανταγωνισμού. Ο… Μίσικ (όπως τον έλεγε χαρακτηριστικά ο Λουτσέσκου) ήταν πια τέταρτη λύση πίσω από τον Σάχοφ, τον Κάνιας, τον Σέρτζιο Ολιβέιρα -στην εξίσωση έμπαινε ο λαβωμένος Μαουρίσιο.
Όμως, ο «Μίσκο» δεν πέταξε ποτέ λευκή πετσέτα. Συνέχιζε να πιστεύει στον εαυτό του και έβλεπε με αισιοδοξία το ποδοσφαιρικό του μέλλον. Ακόμη κι όταν το καλοκαίρι στη διάρκεια της προετοιμασίας επί ολλανδικού εδάφους, προστέθηκαν στο ρόστερ της ομάδας οι Αουγκούστο και Εσίτι, ενώ ο Ελ Καντουρί από παίκτης της γραμμής μετακινήθηκε στον άξονα από τον Φερέιρα.
«Δεν έχω πρόβλημα μ’ όλη αυτή την συζήτηση που γίνεται το αναφορικά με τους παίκτες της μεσαίας γραμμής. Είμαι εδώ, προπονούμαι καθημερινά, μένω συγκεντρωμένος και θέλω να δώσω στο 100% αυτά που μπορώ αποδεικνύοντας το ποιος είμαι και τι μπορώ να προσφέρω. Θέλω να πείσω τον ΠΑΟΚ να αγοράσει τα δικαιώματα μου από την Σπόρτινγκ», μου είχε πει ένα ζεστό απόγευμα στο καφέ του «Park Hotel», με τη βοήθεια του καλού του φίλου, Ζίβκο Ζίβκοβιτς. Μην απορείτε που ένας Σέρβος και ένας Κροάτης κάνουν παρέα στη Θεσσαλονίκη. «Δεν έχω πρόβλημα εγώ, αυτά είναι τρελά πράγματα. Μεγάλωσα κοντά στο Βίνκοβτσι, 40 χιλιόμετρα από μια πόλη, που βομβαρδίστηκε στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας, αλλά αυτά είναι παρελθόν», είχε πει στη «Forza» τον περασμένο Οκτώβριο, όταν όλα είχαν πάρει το δρόμο τους.
Τα δεδομένα για τον «Mr. Vertical» άλλαξαν, ήρθαν οι τραυματισμοί των Ελ Καντουρί και Αουγκούστο, να ανοίξουν το δρόμο προς την ενδεκάδα και να πάρει τη φανέλα του βασικού σπίτι του. Ο Αμπέλ Φερέιρα ήξερε ποιος είναι και τις δυνατότητες του από το διάστημα που ο 25χρονος μέσος είχε βρεθεί να παίζει ποδόσφαιρο στη Λισαβόνα. Γνώριζε τι μπορεί να προσφέρει στο γήπεδο, έμαθε για τα όσα εκπληκτικά πράγματα είχε κάνει στη Ριέκα ως δίδυμο μαζί με τον Φίλιπ Μπράνταριτς, τον «κόφτη» που τόσο πολύ ήθελε το καλοκαίρι ο Πορτογάλος τεχνικός να φέρει από την Κάλιαρι, προτού ο ΠΑΟΚ καταλήξει στον Άντερσον Εσίτι.
Ο Μίσιτς γεννήθηκε στις 28 Ιουνίου του 1994 στο Βινκόβτσι, αλλά μεγάλωσε σ’ ένα μικρό χωριουδάκι στην ανατολική πλευρά της Κροατίας, το Μποσνιάτσι, εκεί όπου συνεχίζουν να ζουν οι γονείς του, Ιβάν και Άνα, επιλέγοντας την ήρεμη και αγροτική ζωή. Εκεί πέρασε τα φετινά Χριστούγεννα παρέα με φίλους και συγγενείς.
Στην οικογενειακή φάρμα καλλιεργούν καλαμπόκι, σιτάρι και μεγαλώνουν γουρούνια, με τον Γιόσιπ να παραδέχεται κάποια στιγμή -μεταξύ σοβαρού και αστείου- πως ο πατέρας του, «αν δεν είχα πετύχει ως ποδοσφαιριστής σίγουρα θα με έβαζε να σκάβω στο χωράφι και να φυλάω τα γουρούνια…».
Πάντως, δε θα μπορούσε να γίνει κάτι άλλο από ποδοσφαιριστής, άλλωστε και τα άλλα δύο αδέρφια του παίζουν μπάλα, με τον κατά δύο χρόνια μεγαλύτερο Ματίγια να έχει περάσει από πολλές ομάδες και πλέον να βγάζει το ψωμί του στην Ουγγαρία αγωνιζόμενος στη δεύτερη κατηγορία με την Σόροκσαρ. Ο μικρότερος των τριών αγοριών, Τζούρο, έμεινε στα στενά όρια της ευρύτερης περιοχής του Βούκοβαρ.
Πλάκα πλάκα ο γάμος του με την εκλεκτή της καρδιάς του, Άνα Τσίμπαριτς, τον Ιούνιο του 2017, αποτέλεσε κοσμικό γεγονός του καλοκαιριού και η οικογένεια Μίσιτς υποδέχθηκε και φιλοξένησε πάνω από 350 καλεσμένους μεταξύ αυτών και όλοι σχεδόν οι συμπαίκτες του στη Ριέκα με την οποία λίγες μέρες νωρίτερα είχαν κατακτήσει το νταμπλ κάνοντας την ποδοσφαιρική Κροατία να παραμιλάει για τα κατορθώματά της.
Ξεκίνησε να παίζει ποδόσφαιρο στην NK Ζρίνσκι Μποσνιάτσι και σε ηλικία 11 ετών εντάχθηκε στις ακαδημίες της Όσιγιεκ, με τη φανέλα της οποία έκανε ντεμπούτο στα 18 του σ’ ένα παιχνίδι κόντρα στην Σάντα Κολόμα για τα προκριματικά του Europa League. Γρήγορα κίνησε το ενδιαφέρον των μεγάλων ομάδων της χώρας και τον Δεκέμβριο του 2014 έγινε μάχη ανάμεσα στην παντοδύναμη Ντιναμό Ζάγκρεμ και τη Ριέκα για την απόκτηση του. Το κόστος της μεταγραφής του δεν ξεπέρασε τις 250.000 ευρώ, όμως είχε αποφασίσει να επιλέξει τη Ριέκα γιατί γνώριζε ότι εκεί θα είχε περισσότερο χρόνο και πιο πολλές ευκαιρίες.
Όπως συμβαίνει στην Ελλάδα, έτσι και στην Κροατία, οι περισσότεροι παίκτες πρέπει να κάνουν το… αγροτικό τους. Έτσι το καλοκαίρι του 2015 βρέθηκε στην Ιταλία και στη Σπέτσια. Το πέρασμα του από τη δεύτερη κατηγορία μπορεί να μην συνοδεύτηκε από πολλά παιχνίδια, μέτρησε μόλις 9 εμφανίσεις, αλλά όπως λέει «ωρίμασα ως άνδρας και έκανα σημαντική πρόοδο στο κομμάτι της τακτικής. Οι Ιταλοί τη λατρεύουν και κάθε προπόνηση είναι ένα μάθημα τακτικής».
Επιστρέφοντας στη Ριέκα πήρε φανέλα βασικού, έπαιξε σε 42 αγώνες, σκόραρε δύο φορές, μοίρασε έξι τελικές πάσες και αποδείχθηκε κομβικός στην πορεία της ομάδας προς το νταμπλ. Μια χρονιά που ξεκίνησε με τον αποκλεισμό από τον Ολυμπιακό στα πλέι οφ του Champions League και συνεχίστηκε με μια ήττα και μια ισοπαλία απέναντι στην ΑΕΚ για τους ομίλους του Europa league.
Σ’ ένα τουρνουά στην Κίνα τον χειμώνα του 2017 ο Άντε Τσάτσιτς τον κάλεσε στην εθνική Κροατίας και αγωνίστηκε σε δύο φιλικά παιχνίδια κόντρα σε Χιλή και Κίνα, νωρίτερα ήταν διεθνής και με την U-21 της Κροατίας, αλλά ο προπονητής που σημάδεψε την καριέρα του ήταν ο Σλοβένος Ματίας Κεκ. «Μιλάμε για ένα από τους κορυφαίους προπονητές, αυτός ήταν που με έκανε καλύτερο παίκτη», παραδέχθηκε πρόσφατα μιλώντας για τον ομοσπονδιακό προπονητή της εθνικής Σλοβενίας.
Σήμερα μετά από όλη αυτή την πορεία, αν τον ρωτήσεις που θέλεις να μείνεις γνωρίζεις και την απάντηση. Στον ΠΑΟΚ και στη Θεσσαλονίκη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται… Ούτε καν πέρασε από το μυαλό του η ιδέα της επιστροφής στην Σπόρτινγκ και τη Λισαβόνα. «Ζούμε σε μια υπέροχη πόλη, περνάμε πολύ ωραία στη Θεσσαλονίκη, έχει καλό φαγητό, καλό καφέ!», λέει ο Κροάτης που περνάει πολλές ώρες με την οικογένεια του, τον μόλις ενός ετών γιο του και περιμένοντας σε λίγους μήνες να γίνει για δεύτερη φορά μπαμπάς.