Ένα μουσείο και μια μεγάλη πύλη εισόδου από ένα παλιό ανθρακωρυχείο έχουν απομείνει για να θυμίζουν σήμερα τις μεγάλες στιγμές που έζησε η περιοχή, αλλά τίποτα δεν θυμίζει τα παλιά ένδοξα χρόνια. Η μετανάστευση χτύπησε… κόκκινο, τα ποσοστά ανεργίας εκτινάχθηκαν στα ύψη παίζοντας σημαντικό ρόλο στην φυγή εκατοντάδων ανθρώπων από το Κανιζάρικα. Το μικρό χωριό έχει μόνο 569 κατοίκους της Σλοβενίας σύμφωνα με την τελευταία απογραφή του 2002, με τον Γιάσμιν Κούρτιτς και την οικογένειά του να συνεχίζουν να μένουν εκεί.
Ο πατέρας του δούλευε στα ανθρακωρυχεία, όπου τον είχαν πάει ο πατέρας και παππούς του όταν έφτασαν μετανάστες από την Τούζλα. Ο Γιάσμιν δεν είχε εύκολα παιδικά χρόνια, μεγάλωσε με αυστηρή ανατροφή και όταν έγινε 18 ετών άκουσε από τον πατέρα του να του λέει ότι θα έπρεπε να βρει μια δουλειά για να βγάζει μόνος του το εισόδημά του.
Η πρώτη δουλειά που βρήκε σχετικά εύκολα δεν είχε καμία σχέση με το ποδόσφαιρο: «Οι γονείς μου είναι περήφανοι άνθρωποι, συνέχιζαν να δουλεύουν σκληρά, παρόλο που είχα αρχίσει να έχω επιτυχίες ως ποδοσφαιριστής. Αρχικά δούλεψα σε μια εταιρεία απέναντι από το σπίτι μου, που ασχολείται με την κατασκευή μετάλλων και την επεξεργασία διαφόρων λίθων και λεπτών πλακών», θυμάται ο Σλοβένος άσος του ΠΑΟΚ, που στα πρώτα του βήματα συνδύαζε τη δουλειά με το ποδόσφαιρο κάτι που δεν του επέτρεπε να κάνει μια «κανονική» ζωή και να διασκεδάζει όπως οι υπόλοιποι φίλοι του. Έπρεπε νωρίς να πέσει για ύπνο, καθώς την επόμενη μέρα έπρεπε να πάει στη δουλειά και στην προπόνηση.
«Κάποιοι φίλοι μου έλεγαν να σταματήσω το ποδόσφαιρο και να επικεντρωθώ στην πρωινή δουλειά. Πάντα πίστευα ότι μπορούσα να τα καταφέρω. Ενδεχομένως για πολλούς να ήταν δύσκολο ο συνδυασμός δουλειάς και προπόνησης, αλλά ήθελα να γίνω σαν τον Ζινεντίν Ζιντάν», είχε πει σε μια από τις πρώτες του συνεντεύξεις στην Ιταλία.
Το 2011 βρέθηκε στην Γκόριτσα και μετά από μόλις 15 παιχνίδια χτύπησε το τηλέφωνό του. Στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν ο ατζέντης του. Είχε έρθει η ώρα να ρισκάρει. Να κάνει το μεγάλο άλμα που τελικά θα του άλλαζε τη ζωή. Ο μάνατζερ τον ενημέρωσε για την πρόταση της Παλέρμο. Στην αρχή ο Γιάσμιν νόμιζε ότι του κάνει πλάκα, αλλά τελικά ήταν αλήθεια. Όλα είχαν πάρει το δρόμο τους…
Ένα εργαλείο πολυτελείας
Θυμάμαι σαν τώρα τη βεβαιότητα του Μιχάλη Τσόχου για την αξία του. Ο ΠΑΟΚ έφερνε το καλοκαίρι τον Γιάσμιν Κούρτιτς στην Ελλάδα, έναν ποδοσφαιριστή που είχε φάει με το κουτάλι τη μεγάλη κατηγορία της Ιταλίας, αλλά στην Ολλανδία, όπου βρισκόμασταν την περίοδο της προετοιμασίας, έφτανε μια αύρα αμφισβήτησης από τη Θεσσαλονίκη.
Τον Ιανουάριο του 2011 η Παλέρμο πλήρωσε 800 χιλιάδες ευρώ στην Γκόριτσα για να τον αποκτήσει και στα επόμενα δέκα χρόνια «έγραψε» 289 συμμετοχές (29 γκολ, 16 ασίστ) σ’ ένα από τα top πρωταθλήματα της Ευρώπης, τη Serie A, με επτά διαφορετικές ομάδες, μόνο απαρατήρητο δεν τον έλεγες, κι όμως κάποιοι λίγοι επέμεναν να έχουν τις αμφιβολίες τους.
Ναι, καμία από τις επτά ομάδες δεν ήταν από το «πάνω ράφι» του Καμπιονάτο, αλλά αυτό δεν μπορούσε να μειώσει στο ελάχιστο τη μέχρι τότε καριέρα του, ειδικά από τη στιγμή που έναν τέτοιο ποδοσφαιριστή, ξαναλέμε, αποφάσιζε ο ΠΑΟΚ να τον φέρει στο ελληνικό πρωτάθλημα. Έχοντας μετρήσει 289 συμμετοχές στη Serie Α, και συγκεκριμένα 21.903 αγωνιστικά λεπτά, δηλαδή έναν μέσο όρο 75 λεπτών ανά συμμετοχή, ήταν προφανές ότι δεν επρόκειτο για έναν ποδοσφαιριστή που απλά γέμιζε το βιογραφικό του με συμμετοχές.
Η αναλυτικά αναφορά, εκτός από το καθαρά ενημερωτικό χαρακτήρα, στα κατορθώματα του Σλοβένου ποδοσφαιριστή την προηγούμενη δεκαετία στην Ιταλία, αποδεικνύουν εν μέρη την ποιότητα που διαθέτει. Γιατί στη Serie A δεν έχεις θέση και δεν επιβιώνεις αν δεν μπορείς να ανταγωνιστείς και να σταθείς στο υψηλό επίπεδο.
«Δεν έχω να αποδείξω κάτι μετά από 10 χρόνια στη Serie A», είχε πει μιλώντας στο Gazzetta το καλοκαίρι. «Δεν χρειάζεται εγώ να σας πω πράγματα για μένα. Μπορείτε να δείτε τι έκανα στην Ιταλία σε αυτή την πορεία των δέκα χρόνων», πρόσθετε με ένα επιβλητικό βλέμμα υπερβολικής σιγουριάς και ασφάλειας...
Σχεδόν αγέλαστος. Σαν τον χτεσινό πανηγυρισμό του στη Λεωφόρο. Προσωπικά, λοιπόν, δεν μου προκάλεσε την παραμικρή έκπληξη, φέρνοντας στο μυαλό τα όσα είχα ακούσει από τον ίδιο το καλοκαίρι στην Ολλανδία. Κρύο αίμα. Εκείνος που επίσης τον γνώριζε πολύ καλά και σίγουρα δεν έπεσε απ’ τα σύννεφα είναι ο Ομάρ Ελ Καντουρί. Οι δυο τους είχαν συνυπάρξει στην Τορίνο, έχοντας μάλιστα αγωνιστεί μαζί σε 13 αναμετρήσεις. Γι’ αυτό και ο πρώτος με τον οποίο μίλησε πριν πει το οριστικό «ναι» στον «Δικέφαλο» ήταν ο Μαροκινός μεσοεπιθετικός.
Από την πρώτη στιγμή που προέκυψε ο ΠΑΟΚ στη ζωή του φρόντισε να μάθει πράγματα για τον σύλλογο. Η Ελλάδα, και η Θεσσαλονίκη, δεν του ήταν πράγματα άγνωστα. Το 2014 με τη Φιορεντίνα, όπου είχε παραχωρηθεί δανεικός από την Σασουόλο, αγωνίστηκε ως βασικός και στα δύο παιχνίδια (0-1, 1-1) για τη φάση των ομίλων του UEFA Europa League. Κι αν κάτι δεν είχε ξεχάσει ήταν η ατμόσφαιρα της Τούμπας, τώρα είναι χαρούμενος που αρχίζει να τη ζει από μέσα.
Το καλοκαίρι οι «ασπρόμαυροι» βγήκαν στην αγορά για να βρουν μια «κολώνα», έναν ποδοσφαιριστή- σημείο αναφοράς στον άξονα. Δύο ήταν οι βασικές επιλογές τους. Από το ιταλικό πρωτάθλημα. Τη Serie A. H πρώτη αφορούσε έναν παλιό καλό γνώριμο του Αντρέ Βιεϊρίνια. Πρωταθλητές Ευρώπης το 2016 με την Εθνική Πορτογαλίας στο EURO της Γαλλίας, ο Αντριέν Σίλβα, ήταν ψηλά στη λίστα. Ο Δικέφαλος ασχολήθηκε αρκετά με την περίπτωσή του, όμως υπήρχαν ουκ ολίγες δυσκολίες. Ο 32χρονος χαφ της Σαμπντόρια δεν ήταν free agent, ενώ η ομάδα της Γένοβα είχε μέχρι και το φινάλε των διαπραγματεύσεων υψηλές απαιτήσεις.
Οι Κυπελλούχοι Ελλάδας δεν έμειναν με σταυρωμένα τα χέρια, παράλληλα με την περίπτωση του Πορτογάλου χαφ, δουλεύαν και την περίπτωση του Κούρτιτς. Το τμήμα σκάουτινγκ, για να τα λέμε όλα, τον είχε εντοπίσει και τον είχε στη λίστα του. Τόσα έχουν γραφτεί και ειπωθεί για το σκάουτινγκ του «Δικεφάλου», άλλα σωστά, άλλα όχι, στην συγκεκριμένη περίπτωση τα credits ανήκουν στο συγκεκριμένο τμήμα.
Ο 32χρονος Σλοβένος μέσος ήταν στην ίδια ηλικία, με σχεδόν παρόμοιες παραστάσεις από τη δεκαετή παρουσία του στο Καμπιονάτο, συμπαίκτης του Βασίλη Ζαγαρίτη και του Τζανλουίτζι Μπουφόν στην Πάρμα κρίθηκε πως ήταν μια πολύ καλή επιλογή.
Κι αυτός είχε συμβόλαιο μέχρι το 2023, το γεγονός όμως ότι οι «Τζαλομπλού» είχαν υποβιβαστεί στη δεύτερη κατηγορία (Serie B) έκανε την περίπτωσή του πιο προσιτή. Ο ΠΑΟΚ στην προκειμένη περίπτωση έδωσε στον Σλοβένο το ίδιο συμβόλαιο που είχε στην Πάρμα μέχρι το 2023, ένα από τα μεγαλύτερα του δικού του ρόστερ και παράλληλα τη δυνατότητα να αισθανθεί σημαντικός. Αυτό ήταν το κλειδί.
Ο Λουτσέσκου κάθισε παρέα με τον Κριστιάνο Μπάτσι, που γνωρίζει απέξω κι ανακατωτά την ιταλική αγορά, τον μελέτησαν, τον ανέλυσαν και τελικά ο 52χρονος προπονητής έδωσε την έγκρισή του για την απόκτησή του. «Μίστερ, είναι ο παίκτης που μας λείπει, θα κουμπώσει σ’ αυτό που θέλεις να παίξεις, πάρτον με κλειστά τα μάτια», του είπε ένα απόγευμα στη Θεσσαλονίκη, μεταξύ τύρου και αχλαδιού, ο Ιταλός βοηθός του.
Ο Ρουμάνος έχει το ταλέντο να στρατολογεί. Ξέρει τι έχει να του δώσει ο κάθε ποδοσφαιριστής στο γήπεδο. Ήξερε τι να περιμένει από την πρώτη στιγμή που υποδέχθηκε τον 32χρονο μέσο στο προπονητικό κέντρο του Apeldoorn. «Άκουσα μόνο καλά πράγματα για εκείνον, τρέφω μεγάλο σεβασμό για όλα όσα έχει πετύχει στην καριέρα του, δεν είναι λίγοι οι τίτλοι που έχει κατακτήσει και αυτό λέει πολλά», είχε πει ο «Κούρτα», όπως θέλουν να τον φωνάζουν, για τον προπονητή του. Απεχθάνεται το Γιάσμιν, το θεωρεί ένα... λάθος της μητέρας του!
«Πρέπει να έχεις έναν προπονητή που παλεύει για τους τίτλους. Και φυσικά το ρόστερ να είναι εκείνο που θα επιτρέψει στον προπονητή να κάνει τη δουλειά του. Όταν όλοι οι παίκτες μα όλοι, είτε δεν παίζουν, είτε δεν παίζουν συχνά είναι χαρούμενοι τότε θα είμαστε καλά. Ο ΠΑΟΚ έχει υψηλό επίπεδο οργάνωσης, έχει έναν προπονητή που έχει πάρει τίτλους και επομένως με την συνοχή και την ομαδικότητα μπορούμε να καταφέρουμε πολλά», ήταν κάποια από τα λόγια του, μετά την πρώτη επαφή που είχε με τους «ασπρόμαυρους» στην Ολλανδία. Δεν έπεσε έξω…
Βιώνοντας επί δέκα χρόνια την εμπειρία της Serie A, ο Κούρτιτς γνωρίζει πολύ καλά ότι σε μια ομάδα το «Α και το Ω» είναι η οργάνωσή της. Όσο πιο υψηλό βαθμό παίρνει, τόσες περισσότερες είναι οι πιθανότητες να πετύχει σπουδαία πράγματα. Αν κάτι απεχθάνεται είναι τα μεγάλα λόγια.
Η αλήθεια είναι ότι στον ΠΑΟΚ ήρθε δίχως να έχει ακουμπήσει μπάλα για περισσότερο από ενάμιση μήνα. Είχε ολοκληρώσει τις υποχρεώσεις του με την Πάρμα και με δυο μικρά παιδιά στο σπίτι, όπως παραδέχθηκε, δεν μπορούσε να λειτουργήσει σε καθημερινή βάση όπως όταν ήταν σε μια ομάδα. Γι’ αυτό χρειάστηκε να πάρει επιπλέον χρόνο από τους υπόλοιπους ποδοσφαιριστές.
Δεν ξεκίνησε στο πρώτο ματς της σεζόν στο Δουβλίνο, ούτε στην πρεμιέρα του πρωταθλήματος με τον ΠΑΣ στην Τούμπα.
Σιγά σιγά ανέβαζε ρυθμό, άρχισε να βρίσκει τα πατήματά του, πέτυχε το πρώτο του γκολ με πέναλτι απέναντι στην ΑΕΚ, «εκτέλεσε» με μια οβίδα… εδάφους-εδάφους τον Επασί στο Ηράκλειο, κάτι που επανέλαβε και χτες στη Λεωφόρο.
Όμως, στο μεσοδιάστημα «χτυπήθηκε» από τον κορονοϊό, στη δεύτερη διακοπή επέστρεψε από την εθνική Σλοβενίας κουβαλώντας τον ιό, με αποτέλεσμα να απουσιάσει από τα ματς με τον Βόλο, κυρίως το ντέρμπι με τον Ολυμπιακό, και στο ένα από τα δύο παιχνίδια με την Κοπεγχάγη.
Σε συνδυασμό με την προσωπικότητα, την εμπειρία, η απουσία του είχε αρχίσει να γίνεται ορατή δια γυμνού οφθαλμού, ευτυχώς όπως και ο ίδιος είπε χτες στη Λεωφόρο είναι κάτι που ανήκει στο παρελθόν.
Ο Σλοβένος «box to box» μέσος αρχίζει να «γεμίζει» το βιογραφικό του με λεπτά συμμετοχής στο γήπεδο (963’), εσχάτως και γκολ.
Τα τέσσερα τέρματα που έχει πετύχει σε 14 συμμετοχές τον κατατάσσουν στην πρώτη θέση των «ασπρόμαυρων» σκόρερ, όσα έχουν πετύχει ο Αντρίγια Ζίβκοβιτς και ο Τσούμπα Άκπομ). Καθόλου άσχημα…
Γεννημένος στις 10 Ιανουαρίου του 1989 στο Τσρνόμελ της τότε Γιουγκοσλαβίας, τώρα Σλοβενίας, άρχισε να κλωτσάει την μπάλα από μικρός στις Ακαδημίες της τοπικής Μπέλα Κραΐνα και στα 18 του προωθήθηκε στην πρώτη ομάδα, που αγωνιζόταν στη δεύτερη κατηγορία, για να έρθει η Γκόριτσα, να του βγάλει... διαβατήριο για την Ιταλία δίνοντάς του την ευκαιρία και τη δυνατότητα να δοκιμάσει τις δυνάμεις του στη μεγάλη κατηγορία.
Τον Ιανουάριο του 2011 η Παλέρμο πλήρωσε 800 χιλιάδες ευρώ στην Γκόριτσα για να τον αποκτήσει και στη Serie A πραγματοποίησε ντεμπούτο στις 13 Φεβρουαρίου του 2013, ενώ δύο μήνες αργότερα πέτυχε το πρώτο του γκολ εναντίον της Τσεζένα. Το 2014 βρέθηκε στη Φλωρεντία.
Με τη Φιορεντίνα έκανε μία γεμάτη χρονιά με 28 συμμετοχές κι ένα γκολ, αλλά δεν έμεινε στους «βιόλα», καθώς η Αταλάντα το καλοκαίρι του 2015, αγόρασε τα δικαιώματά του από τη Σασουόλο έναντι 3,2 εκ. ευρώ. Στο Μπέργκαμο πέρασε τα καλύτερα και πιο παραγωγικά του χρόνια του στην Ιταλία. Σε δυόμιση σεζόν κατέγραψε συνολικά 92 συμμετοχές, με 10 γκολ και δύο ασίστ μέχρι τον Ιανουάριο του 2018, όταν παραχωρήθηκε δανεικός στην ΣΠΑΛ. Μέσα σε έξι μήνες υποχρέωσε την ομάδα της Φερράρα να βγάλει από το ταμείο της 5,3 εκατομμύρια ευρώ για να τον κάνει δικό της.
Μέτρησε άλλες 65 συμμετοχές με εννιά γκολ και πέντε ασίστ μέχρι που ήρθε η Πάρμα να τον αποκτήσει δίνοντας επίσης περίπου πέντε εκατομμύρια, αφού πρώτα ο Κούρτιτς πέρασε με επιτυχία το τεστ με τον εξάμηνο δανεισμό. Με τους «τζιαλομπλού» αγωνίστηκε σε 57 αγώνες, σκοράροντας έξι γκολ και μοιράζοντας μία ασίστ.
Η Αταλάντα είναι η ομάδα στην οποία έχει γράψει τις περισσότερες συμμετοχές στην καριέρα του. Ο Σλοβένος έχει μετρήσει 92 συμμετοχές με την ομάδα του Μπέργκαμο (10 γκολ και 2 ασίστ), ενώ ακολουθεί ΣΠΑΛ με 65 συμμετοχές (9 γκολ, 5 ασίστ). Τρίτη είναι Πάρμα με 57 συμμετοχές (6 γκολ και 1 ασίστ).
Ο Γιάσμιν έχει μάθει να παλεύει από μικρό παιδί. Είναι γεννημένος μαχητής, δε θέλει να χάνει με τίποτα, όπως είχε πει το καλοκαίρι ο ομοσπονδιακός προπονητής της Σλοβενίας, Ματίας Κεκ μιλώντας αποκλειστικά στο Gazzetta.
Η εθνική είναι ένα πολύ μεγάλο κομμάτι της καριέρας του. Στις 26 Μαΐου του 2012 έκανε ντεμπούτο σ’ ένα διεθνές φιλικό παιχνίδι απέναντι στη δική μας εθνική ομάδα.
Στο μοναδικό φιλικό αγώνα μεταξύ Ελλάδας και Σλοβενίας, ο οποίος είχε γίνει στην Αυστρία πριν από την τελική φάση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος, ο Κούρτιτς ξεκίνησε βασικός και στην πρώτη του εμφάνιση σκόραρε με απευθείας εκτέλεση φάουλ νικώντας τον Κώστα Χαλκιά, που τότε αγωνιζόταν με τη φανέλα του ΠΑΟΚ.
Ο Σαλπιγγίδης, ο Φορτούνης, ο Μαλεζάς, ο Τοροσίδης, που επίσης είχε σκοράρει, ο Κονέ και άλλα παιδιά της Εθνικής που ήταν στο γήπεδο, ίσως να θυμούνται εκείνο το εντυπωσιακό γκολ του Σλοβένου.
Ο Ματιάς Κεκ, από το Νοέμβριο του 2018 μέχρι και τώρα έχει αφήσει μόλις μια φορά στον πάγκο τον Κούρτιτς από τους αγώνες στους οποίους ήταν διαθέσιμος, το ερχόμενο Σάββατο θα απουσιάσει από την αναμέτρηση με την Σλοβακία, λόγω καρτών, αλλά απέναντι στην Κύπρο θα καταγράψει την 74η συμμετοχή με τη φανέλα της εθνικής Σλοβενίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου