Ο Μακιαβελισμός δεν του κάνει, δεν είναι μέσα στην κοσμοθεωρία του, μα καμιά φορά είναι μία αξιακή ποδοσφαιρική αλήθεια: «τους αντιπάλους σου είτε πρέπει να τους παίρνεις με το μέρος σου είτε να τους εκμηδενίζεις».
Ετούτον εδώ δεν μπόρεσε ποτέ να τον εκμηδενίσει. Κι όχι, δεν έχει να κάνει με νίκες, ήττες, τρόπαια, γκολ, ασίστ, δεν έχει να κάνει με τίποτα από όλα αυτά.
Ήταν ένας μόνιμος μπελάς μέσα στο κεφάλι του. Ένα μόνιμο πρόβλημα. Στο ποδόσφαιρο του Λουτσέσκου υπάρχουν κάποιοι αντίπαλοι που γεννήθηκαν θαρρείς για να το βραχυκυκλώνουν. Ο Μαντί ήταν ένας από αυτούς.
Μία ενεργειακή βόμβα. Ένας σούπερ ενοχλητικός τύπος που με τα τρεξίματα, την πίεση, την δύναμη του, κατέστρεφε τον βασικό πυλώνα του ποδοσφαίρου του: την πρώτη μπάλα.
Ο Μαντί δυσκολεύεται να μπει σε πάσης φύσεως καλούπια: τακτικά, γνωστικά, συμπεριφορικά. Κι αυτό τον έκανε πάντα ένα δυσεπίλυτο σταυρόλεξο -όχι μόνο μέσα στο γήπεδο. Ο Λουτσέσκου μισεί τους αντιπάλους που δεν μπορεί να «ζυγίσει», να αποκωδικοποιήσει, να προβλέψει.
Αν θα διάλεγε έναν παίκτη του Ολυμπιακού, που δεν θα ήθελε πια ως αντίπαλο θα ήταν εκείνος. Αυτό το ζήτημα, τακτοποιήθηκε πια. Εξάλλου: «τους αντιπάλους σου είτε πρέπει να τους παίρνεις με το μέρος σου είτε να τους εκμηδενίζεις».
Στο αποχαιρετιστήριο μήνυμα του, ο Αφρικανός μέσος χαρακτήρισε τον Ολυμπιακό ως «ναό γνώσης». Καθόλου τυχαίες λέξεις.
Ο Μαντί πήγε στον Ολυμπιακό ως ατόφια πρώτη ύλη. Όχι, μόνο ποδοσφαιρικά. Ανθρώπινα.
Εντάχθηκε στον οργανισμό του σε ηλικία 21 ετών εντελώς άγουρος, αδιαμόρφωτος, αγνός, παρθένος από βιώματα και εμπειρίες.
Αν τον ψάξεις καλύτερα, θα καταλάβεις το γιατί. Κοιμήθηκε για πρώτη φορά σε κρεβάτι με στρώμα τέσσερα χρόνια νωρίτερα -στα 17 του, όταν η Αζαξιό τον έφερε στην Κορσική για δοκιμαστικό.
Σχολείο δεν πήγε. Οι γνώσεις του όλες από την ζωή είναι εμπειρικές. Μεγάλωσε σε ένα παράπηγμα, μία παράγκα από ελενίτ, ευάλωτη σε όλα τα καιρικά φαινόμενα.
Κουβαλά -ακόμα και σήμερα- μία παιδική αθωότητα, έναν αυθορμητισμό, μία άγνοια κινδύνου. Στην διαδρομή του εμπιστεύτηκε λάθος ανθρώπους, πίστεψε σε παχιά λόγια και παρασύρθηκε σε αδιέξοδα μονοπάτια.
Παραμένει όμως ένα μικρό παιδί σε σώμα μεγάλου. Πολλές φορές μοιάζει δυσνόητος, σε κάνει να πιστεύεις ότι ζει σε ένα δικό του σύμπαν, με διαφορετικούς κανόνες, χωρίς πίεση, άγχος, «πρέπει».
Η ποδοσφαιρική απεικόνιση όλου αυτού είναι κάτι απονενοημένα σουτ από τα 30-40 μέτρα που φεύγουν στα πουλιά και δοκιμάζουν τα νεύρα των εκάστοτε προπονητών του.
Είναι όλα μέσα στο πακέτο με την κωδική ονομασία «Μαντί».
Του πήρε 6 μήνες να αποφασίσει τι θα κάνει με την ζωή του -είχε δικαίωμα υπογραφής από την 1η Ιανουαρίου.
Τα έφερε από εδώ, τα πήγε από εκεί, ψάχτηκε παντού, ζήτησε τον ουρανό με τα άστρα, έφυγε, ξαναγύρισε, ψάχτηκε εδώ, ψάχτηκε έξω, το χάρηκε όμως.
Ξέρεις γιατί; Γιατί ήταν η πρώτη φορά στην ζωή του, που αυτός θα επέλεγε. Σε όλη του τη ζωή τον επέλεγαν. Ή… περίμενε στωικά να τον επιλέξουν.
Αυτή τη φορά, είχε την μοίρα του στα δικά του χέρια. Αν κάποιοι απόρησαν, θίχτηκαν, θύμωσαν, παραξενεύτηκαν από αυτή την αναβλητικότητα του στην τελική απόφαση, ας ψηλαφίσουν καλύτερα την ζωή του, μήπως καταλάβουν.
Ο Μαντί είναι ένα γοητευτικό μυστήριο. Ο καλός Μαντί είναι παίκτης Premier League. Ο κακός Μαντί είναι ένα καθημερινό αγκάθι.
Αν υπάρχει ένας που ξέρει να ενσωματώνει όσο κανείς στο οικοσύστημα του «ιδιαίτερες» περιπτώσεις είναι ο Ραζβάν Λουτσέσκου. Συχνά, το βλέπει και ως προσωπική πρόκληση. Ως προσωπικό στοίχημα. Ετούτος εδώ μοιάζει με ένα τέτοιο.
Ο ΠΑΟΚ δεν είχε ποτέ στην σύγχρονη ιστορία του έναν τέτοιο ταχυδυναμικό χαφ, ένα θεριό της φύσης. Κι αυτό κάνει την ενσωμάτωση του Μαντί εξαιρετικά ιντριγκαδόρικη, σε μία ομάδα που έχει να παίζει σε ένα ελεγχόμενο και όχι άναρχο τέμπο.
Συνάμα, όμως, έχει και μία σημειολογική προέκταση. Τα ναύλα από το δρομολόγιο Θεσσαλονίκη - Πειραιάς ήταν συνήθως one way. Έκρυβαν συνήθως προσφυγές, οικονομικά προβλήματα, «κλοπές», κουρνιαχτό. Από τον Γούναρη, τον Ορφανό και τον Κωστίκο, ως τον Μπανιώτη, τον Βενετίδη, τον Γ.Χ. τον Καφέ, τον Κοντρέρας, η ιστορία ήταν σχεδόν πάντα η ίδια.
Οι ελάχιστες εξαιρέσεις με αντίθετο δρομολόγιο (Τοχούρογλου, Αμπονσά, Λουτσιάνο, Μπάντοβιτς, Λεονάρντο) ήταν η επιβεβαίωση του ίδιου κανόνα: παίκτες που για διάφορους λόγους είχαν γίνει «καμένα χαρτιά» στο λιμάνι.
Ο Μαντί, μετά από 6 χρόνια, με τίτλους, συμμετοχές στο Champions League, μεγαλεία, έφυγε από τον Ολυμπιακό και στην πιο ώριμη ηλικία της καριέρας του, από όλες τις ομάδες του πλανήτη, επέλεξε να συνεχίσει την καριέρα του στους πρωταθλητές Ελλάδας.
Έχει την σημασία του κι αυτό…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου